Γιαμάτο

Γιαμάτο
Παλαιότερη ονομασία της νότιας χερσονήσου του νησιού Χονσού, του μεγαλύτερου της Ιαπωνίας. Στη χερσόνησο αυτή συγκροτήθηκε γύρω στον 7o αι. π.Χ. η πρωταρχική ηγεμονική τάξη που ανέδειξε τον πρώτο μικάδο της Ιαπωνίας, Τζίμου Τένο, ο οποίος θεωρήθηκε απόγονος της ηλιακής θεάς Αματεράσου, ανώτερης θεότητας της σιντοϊστικής θρησκείας. Έτσι, η Γ. είναι και πατρίδα της εθνικής θρησκείας της Ιαπωνίας. Αυτό εξηγεί γιατί το όνομά της ήταν πάντα για τους Ιάπωνες το σύμβολο της εθνικής ενότητας και της θρησκευτικής συνείδησης και γιατί χρησιμοποιήθηκε συχνά, ακόμα και πρόσφατα στην ποίηση, για τον χαρακτηρισμό ολόκληρης της Ιαπωνίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κανό — I (Kano). Πόλη (3.329.900 κάτ. το 2003) της Νιγηρίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (20.131 τ. χλμ., 9.728.300 κάτ.). Αποτελεί κέντρο της φυλής των Xάουσα και ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, τα πανάρχαια χρόνια από έναν σιδερά που… …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • σιντοϊσμός — Εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας πολυθεϊστικού τύπου: η λατρεία αποδίνεται όχι μόνο στις καθαυτό θεότητες μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Αματερασού, η θεά του Ήλιου που κατέχει την πρώτη θέση στο πάνθεον αλλά και στους προγόνους και στα πνεύματα,… …   Dictionary of Greek

  • εμακιμονό — Ιαπωνική λέξη που αναφέρεται στις αρχέγονες μορφές του εικονογραφημένου βιβλίου, οι οποίες αναπτύχθηκαν κατά τις περιόδους Xεϊάν και Kαμακούρα. Πρόκειται για ζωγραφικά έργα, φιλοτεχνημένα μαζί με γραπτές περικοπές, σε μακριές λωρίδες χαρτιού,… …   Dictionary of Greek

  • θωρηκτό — Μεγάλο πολεμικό πλοίο εφοδιασμένο με τη μέγιστη επιθετική βλητική ικανότητα και τη μεγαλύτερη δυνατή αμυντική προστασία, η οποία εξασφαλίζεται από κάθετες (θωρηκτή ζώνη) και από οριζόντιες (θωρηκτό κατάστρωμα) θωρακίσεις. Ακόμα και οι… …   Dictionary of Greek

  • Οκινάουα — (Okinawa). Συστάδα νησιών του Ειρηνικού στο αρχιπέλαγος του Ριουκιού, που ανήκουν στην Ιαπωνία και ήταν υπό αμερικάνικη διοίκηση σύμφωνα με τη συνθήκη του Σαν Φραντσίσκο (Νοέμβριος 1951). Περιλαμβάνει τα νησιά της Ο., Κεράμα ρέτο, Ζεχίμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”